σωματολογικός

σωματολογικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται στη σωματολογία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σωματολογικός — ή, ό Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σωματολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σωματολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1848 στον Ν. Χορτάκη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”